-
1 глубина
глубина ж 1) το βάθος измерять \глубинау μετρώ το βάθος» βυθομετρώ на \глубинае десяти метров σε βάθος δέκα μέτρα 2) перен. η βαθύτητα* * *ж1) το βάθοςизмеря́ть глубину́ — μετρώ το βάθος, βυθομετρώ
на глубине́ десяти́ ме́тров — σε βάθος δέκα μέτρα
2) перен. η βαθύτητα -
2 глубина
-ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βάθος•глубина озера το βάθος της λίμνης•
глубина пещеры το βάθος της σπηλιάς•
в -е души, сердца στο βάθος της ψυχής, της καρδιάς ή στα μύχια (ενδόμυχα) της ψυχής, της καρδιάς•
до -ы души, сердца ως τα βάθη της ψυχής, της καρδιάς•
от -ы души, сердца από τα βάθη της ψυχής, της καρδίας•
в -е веков στο βάθος των αιώνων.
-
3 глубина
глубин||аж в разн. знач. τό βάθος, ὁ βυθός:на \глубинае ста метров σέ βάθος ἐκατό μέτρων в \глубинае, в \глубинау чего́-л. στό βάθος· ◊ в \глубинае души́ ἐνδόμυχα· из \глубинаы души ἐκ βάθους καρδίας· до \глубинаы души ὡς τά μύχια τῆς ψυχής. -
4 душа
душ||а́ж1. ἡ ψυχή:добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου! -
5 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
6 вглубь
-
7 бездна
-ы θ.1. άβυσσος, απύθμενο βάθος, χάος, χάσμα, βάραθρο• άπειρο βάθος.2. μτφ. αφθονία, πληθώρα, σωρεία.εκφρ.бездна премудрости – μύστης, βαθυστόχαστος. -
8 высокость
-и θ. (γραπ. λόγος) υψηλότητα, βαθύτητα, βάθος•высокость мысли το βάθος της σκέψης.
-
9 свернуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω•свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.
2. στρίβω, συστρέφω•свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.
3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.
|| καταργώ προσωρινά.4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.5. στρίβω, στρέφω, κόβω•свернуть налево κόβω αριστερά.
6. μτφ. αλλάζω•свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.
7. στρέφω•свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.
|| εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.
8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.
9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•
свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.
εκφρ.свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.
2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•кровь -лась το αίμα έπηξε•
молоко -лось το γάλα έκοψε.
3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.5. καταργούμαι προσωρινά.6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).7. στραβώνω από το χτύπημα.8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.
9. πεθαίνω (από αρρώστεια).10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο). -
10 штыковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. штыкованный, βρ: -вал, -а, -оρ.δ.μ. σκάβω σε βάθος ενός φτυαρ ιού.σκάβομαι σε βάθος ενός φτυαρ ιού. -
11 габарит
1. (трансп., маш) το μέγεθος 2. (в значении габаритных размеров) η (μέγιστη) διάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > габарит
-
12 глубина
το βάθος- вруба - της εγκο-πής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубина
-
13 густота
1. (плотность) η πυκνότητα 2. (цвета) το βάθος, η πυκνότητα, ο πλούτος (του χρώματος) 3. (ло-паток, решёток, профилей в газотурбинном двигателе) η συχνότητα, η πυκνότητα, ο μεγάλος αριθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > густота
-
14 депрессия
1. (тех., эк.) η ύφεση 2. мед. η κατάθλιψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > депрессия
-
15 дно
ο πυθμένας, ο πάτος (океана, моря), το βάθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дно
-
16 залегание
(горных пород) (геол., горн.) το βάθος/η θέση (του κοιτάσματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегание
-
17 залегать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать
-
18 мерзлота
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мерзлота
-
19 пласт
1. горн. το κοίτασμα, το στρώμα κοιτάσματοςмощный - μεγάλο -, χονδρό -2. (плотный слой чего-л.) το στρώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пласт
-
20 прокаливаемость
мет. (глубина закалки) το βάθος της βαφής (του μετάλλου)сквозная - η ολική βαφή (του μετάλλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокаливаемость
См. также в других словарях:
Βάθος — depth nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθος — depth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
βάθος — το 1. η απόσταση από την επιφάνεια ως τον πυθμένα, η βαθύτητα σε αντίθεση με το ύψος: Οι σφουγγαράδες κατεβαίνουν σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα. 2. η απόσταση από την είσοδο ως το εσωτερικό ενός χώρου: Η πόρτα του δωματίου βρισκόταν στο βάθος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάθει — βάθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάθεϊ , βάθος depth neut dat sg (epic ionic) βάθος depth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθη — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθέεσσι — βάθος depth neut dat pl (epic) βαθύς deep masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθέων — βάθος depth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθύς deep masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθέω̆ν , βαθύς deep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθίων — βάθος depth neut gen pl (doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθῶν — βάθος depth neut gen pl (attic epic doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθεα — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)